άλαιμος

άλαιμος
η , ο [ος , ον ] без шеи; с короткой шеей, короткошеий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άλαιμος" в других словарях:

  • άλαιμος — η, ο ο χωρίς λαιμό, ο χωρίς ψηλό λαιμό: Ήταν τόσο κοντόλαιμος που φαινόταν άλαιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλαιμος — η, ο [λαιμός] 1. αυτός που δεν έχει λαιμό ή δεν έχει ψηλό λαιμό 2. (για ζώα) αυτός τού οποίου το κεφάλι ενώνεται απευθείας με το σώμα …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»